search
ΠΕΜΠΤΗ 25.04.2024 13:32
MENU CLOSE

Οι χαμένες ευκαιρίες της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή

Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ

τεύχος 2235
23-06-2022
26.06.2022 06:00
erntogan_-new

Ο Πόλεμος του Κόλπου έδωσε στην Τουρκία τη δυνατότητα να αξιοποιήσει τη διεθνή συγκυρία και να αποκτήσει ενεργό ρόλο στον χώρο της διεθνούς πολιτικής.

Πώς το Κουρδικό επηρέασε την πολιτική της τη δεκαετία του 1980

Εντούτοις εκείνο που καθόρισε την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας στον χώρο της Μέσης Ανατολής – η οποία αποτελεί για την Τουρκία έναν δεύτερο γεωπολιτικό χώρο δράσης και αναβάθμισης της εξωτερικής της πολιτικής – τόσο κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Κόλπου όσο και κατά την εισβολή του συμμαχικού συνασπισμού στο Ιράκ ήταν το κουρδικό ζήτημα, το οποίο θεωρείται ακόμα και σήμερα ένας «σοβαρός αποσταθεροποιητικός παράγοντας».

Πώς… δεν έγινε ο παράγοντας σταθερότητας που αναζητούσε η Δύση

Στην προοπτική δημιουργίας ενός αυτόνομου κουρδικού κράτους, που θα έθετε σε κίνδυνο τα τουρκικά γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα στην περιοχή, η Τουρκία έδειξε διστακτική στην προοπτική άμεσης σύμπραξης με τις ΗΠΑ στην περίπτωση του Κόλπου, έστω και αν αυτή η στάση της ξεπεράστηκε με την αποφασιστικότητα του Τουργκούτ Οζάλ, ενώ στην περίπτωση της εισβολής στο Ιράκ η στάση της ήταν αρνητική.

Στη βάση λοιπόν των νέων γεωπολιτικών δεδομένων που δημιούργησε η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ αλλά και με σημείο αναφοράς το κουρδικό ζήτημα, θα επιχειρηθεί μία προσέγγιση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής κατά τις δύο κρίσιμες χρονικές συγκυρίες: του Πολέμου του Κόλπου το 1991 και του Πολέμου του Ιράκ το 2003.

Οι σχέσεις Τουρκίας – Ιράκ 1980-1990

Κατά τη δεκαετία του 1980 η κυβέρνηση του Οζάλ προσπαθούσε να διατηρήσει τις καλές σχέσεις της με το Ιράκ, οι οποίες είχαν δημιουργηθεί έπειτα από την κατάργηση του Συμφώνου της Βαγδάτης (γνωστού ως «CENTO», αναφέρεται και ως «ΜΕΤΟ»). Εξάλλου προσπαθούσε να διατηρήσει φιλικές σχέσεις με την ιρακινή κυβέρνηση, ανεξάρτητα από την πολιτική που αυτή ακολουθούσε, και επέλεγε να μην λαμβάνει θέση στις διαμάχες μεταξύ των κρατών της Μέσης Ανατολής.

Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι η Τουρκία διατήρησε αυστηρή ουδετερότητα κατά τη διάρκεια του πολέμου ανάμεσα στο Ιράκ και το Ιράν (1980-1988), προκειμένου να εκμεταλλευτεί τη διαρκώς αυξανόμενη επιρροή της απέναντι στις δύο εμπόλεμες χώρες και να αποκομίσει οικονομικά οφέλη. Αξίζει να σημειωθεί ότι, χάρη στον πόλεμο, το Ιράν και το Ιράκ έγιναν δύο χώρες άμεσα εξαρτημένες από την Τουρκία, και συγκεκριμένα από τη δυνατότητά της να πραγματοποιεί χωρίς περιορισμούς εισαγωγές και εξαγωγές στον Αραβικό Κόλπο, πράγμα το οποίο εκείνη την περίοδο δεν ήταν εύκολη υπόθεση.

Εν τω μεταξύ η μόνη ουσιαστική διαφορά μεταξύ Τουρκίας και Ιράκ ήταν το ζήτημα της διαχείρισης των υδάτων του Ευφράτη, ο οποίος πηγάζει από τα τουρκικά εδάφη και καταλήγει στο Ιράκ και τη Συρία, χώρες των οποίων η ύδρευση εξαρτάται άμεσα από τον ποταμό.

Ωστόσο η κοινή εναντίωση τόσο της Τουρκίας όσο και του Ιράκ απέναντι στις αποσχιστικές τάσεις του Κουρδιστάν ήταν η βασική αρχή της συνεργασίας μεταξύ των δύο κρατών. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 το ένοπλο κίνημα των Κούρδων, του οποίου ηγείτο ο αρχηγός του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (ΡΚΚ) Αμπντουλάχ Οτζαλάν, άρχισε να γιγαντώνεται και να εξαπολύει συνεχείς επιθέσεις εναντίον των Τούρκων πολιτών αλλά και του τουρκικού στρατού.

Την ίδια στιγμή, οι Κούρδοι του Ιράκ, εκμεταλλευόμενοι την ένοπλη διαμάχη μεταξύ Ιράν – Ιράκ, πραγματοποιούσαν εξεγέρσεις εναντίον της Βαγδάτης, ενώ το Κουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα (KDP) του Μασούντ Μπαρζανί είχε αναπτύξει στενή συνεργασία με τις ιρανικές δυνάμεις και είχε κατορθώσει το 1983 να καταλάβει συνοριακές θέσεις.

Μέχρι το 1985 η κουρδική εξέγερση είχε αρχίσει να αποδυναμώνεται λόγω του ότι ο αρχηγός της Πατριωτικής Ένωσης του Κουρδιστάν (PUK) Τζαλάλ Ταλαμπανί αρνήθηκε να συνδράμει τον αγώνα του Κουρδικού Δημοκρατικού Κόμματος (KDP) και συνέχισε τις διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση του Σαντάμ Χουσέιν. Εντούτοις στα μέσα του 1985 εγκατέλειψε αυτή την τακτική και αποφάσισε να λάβει μέρος στο αντάρτικο των Κούρδων εναντίον του Ιράκ. Έτσι για πρώτη φορά Τουρκία και Ιράκ βρέθηκαν ταυτόχρονα αντιμέτωπες με την κουρδική εξέγερση.

Το 1988 ιρανικές δυνάμεις κατέλαβαν την πόλη Χαλάμπτζα του Ιρακινού Κουρδιστάν, ενώ τον Ιούλιο του ίδιου έτους το Ιράκ πραγματοποίησε επιχείρηση ανακατάληψης της πόλης κάνοντας χρήση χημικών όπλων και υποχρέωσε το Ιράν να αποδεχθεί την κατάπαυση του πυρός. Όπως ήταν λογικό, η βίαιη καταστολή των κουρδικών εξεγέρσεων στο βόρειο Ιράκ και η καταστροφή 800 και πλέον κουρδικών χωριών δημιούργησαν πλήθος προσφύγων. Τουλάχιστον 250.000 Κούρδοι πρόσφυγες κατέφυγαν στο κεντρικό και νότιο Ιράκ.

Τον Αύγουστο του 1988 το Ιράκ εξαπέλυσε νέα επίθεση με χημικά όπλα εναντίον των Κούρδων που κατοικούσαν στα σύνορα Τουρκίας – Ιράκ με αποτέλεσμα οι Κούρδοι πρόσφυγες να καταφύγουν στο Ιράν και όταν αυτό έκλεισε τα σύνορά του, τότε στράφηκαν μαζικά στα τουρκικά σύνορα.

Η Άγκυρα αντιμετώπισε ένα σοβαρό δίλημμα. Από τη μία πλευρά η διεθνής κοινότητα της ασκούσε πιέσεις να δεχθεί τους Κούρδους πρόσφυγες, ενώ από την άλλη η τουρκική κοινή γνώμη έπνεε μένεα εναντίον των Κούρδων λόγω της οκταετούς διαμάχης της Τουρκίας με το ΡΚΚ. Αρχικά η Τουρκία διεμήνυσε πως τα σύνορά της με το Ιράκ είχαν κλείσει και πως οι πρόσφυγες που είχαν εισβάλει στα τουρκικά σύνορα είχαν επιστραφεί στο Ιράκ. Αργότερα όμως, έπειτα από τις διεθνείς πιέσεις, η Τουρκία αναγκάστηκε να δεχθεί τους Κούρδους πρόσφυγες.

To Ιράκ ζήτησε άδεια από την Τουρκία να ασκήσει το δικαίωμα «ταχείας επέμβασης» (hot pursuit) στα τουρκικά εδάφη, σύμφωνα με το Πρωτόκολλο του 1984. Παρότι η Τουρκία είχε ασκήσει τρεις φορές κατά το παρελθόν το δικαίωμα «ταχείας επέμβασης» στο έδαφος του Ιράκ εναντίον των Κούρδων, απέρριψε το αίτημα του Ιράκ έπειτα από τις πιέσεις της διεθνούς κοινότητας. Παρότι η Τουρκία διεμήνυσε ότι οι Κούρδοι επρόκειτο να αφοπλιστούν προκειμένου να μην προβούν σε καμία εχθρική πράξη εναντίον του Ιράκ, η ιρακινή κυβέρνηση κατήργησε το πρωτόκολλο.

Τελικά τον Σεπτέμβριο του 1988 η Τουρκία δέχτηκε 63.000 Κούρδους πρόσφυγες, οι οποίοι βρήκαν καταφύγιο σε 12 χωριστούς καταυλισμούς στη νοτιοανατολική Ανατολία. Παρότι βρέθηκε αντιμέτωπη με μία προσφυγική κρίση, σταμάτησε πλέον να αντιμετωπίζει τους Κούρδους του Ιράκ ως εχθρούς και ο Οζάλ άρχισε πλέον να βλέπει στο πρόσωπο του Σαντάμ έναν αιμοσταγή δικτάτορα ο οποίος καταπατούσε τα ανθρώπινα δικαιώματα και θα μπορούσε να αποτελέσει δυνητικό εχθρό για τη χώρα του.

Ήταν εμφανές ότι η αρνητική στάση της Τουρκίας ως προς το αίτημα «ταχείας επέμβασης» του Ιράκ, καθώς και η προϋπάρχουσα διαφορά των δύο χωρών στο ζήτημα της διαχείρισης των υδάτων του Ευφράτη οδήγησε για πρώτη φορά τις σχέσεις των δύο χωρών σε αδιέξοδο έπειτα από δεκαετίες φιλίας και συνεργασίας.

Τουρκία και Πόλεμος του Κόλπου

Η πρόκληση της εισβολής του Ιράκ στο Κουβέιτ ήταν η λιγότερο επιθυμητή για την Τουρκία, διότι η κρίση εκδηλώθηκε στη Μέση Ανατολή, μία περιοχή που ήταν τυπικά εκτός ορίων, ώστε να μπορεί η Τουρκία να διαδραματίσει έναν ξεκάθαρο ρόλο μέσα στην οργάνωση και να παρακολουθήσει με ικανοποίηση τα μέλη της δυτικής συμμαχίας να συμφωνούν μεταξύ τους. Τα νέα δεδομένα επιβάρυναν την Τουρκία με διάφορες περιπλοκές:

1. Η κρίση διαδραματίστηκε σε μία περιοχή όπου η Τουρκία είχε διατηρήσει προηγουμένως το δικαίωμα να διαχωρίζει τα τοπικά της συμφέροντα από εκείνα της συμμαχίας. Ειδικότερα, μετά την ταπεινωτική κατάρρευση του Συμφώνου της Βαγδάτης, η Τουρκία είχε διαχωρίσει τις στρατηγικές – συμμαχικές υποχρεώσεις της από τις περιφερειακές σχέσεις στη Μέση Ανατολή.

2. Ο Πόλεμος του Κόλπου έλαβε χώρα σε μία περιοχή η οποία ξυπνούσε εφιαλτικές μνήμες από τα τελευταία χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η προοπτική λοιπόν να χυθεί τουρκικό αίμα στην άμμο της Αραβίας ήταν κάτι το οποίο ο τουρκικός λαός ενστικτωδώς απέρριπτε.

3. Η τρίτη περιπλοκή προκλήθηκε από το γεγονός ότι η Τουρκία είχε δημιουργήσει μία ιδιαίτερα προσοδοφόρα οικονομική σχέση με το Ιράκ, η οποία χρονολογούνταν από την περίοδο του ιρακινοϊρανικού πολέμου. Παρ’ όλα αυτά, η Τουρκία δεν δίστασε να συμπαραταχθεί με το σύνολο των χωρών που τάσσονταν υπέρ της σύγκρουσης με το Ιράκ.

Η ιδιαίτερη σπουδή της Τουρκίας να στηρίξει τις διεθνείς κυρώσεις που επιβλήθηκαν στο Ιράκ και να διαδραματίσει πρωταρχικό ρόλο στην εφαρμογή τους αποτέλεσε το κύριο μέλημα του Προέδρου Οζάλ, διότι, χωρίς την άμεση απόφασή του να κλείσει τους δύο αγωγούς πετρελαίου του Ιράκ που διασχίζουν την Τουρκία, η Σαουδική Αραβία πιθανότατα να ήταν διστακτική στο κλείσιμο του αγωγού IPSA-2 που ξεκινούσε από την περιφέρεια Αλ Ζουμπάιρ του Ιράκ και είχε καταληκτικό προορισμό τον σταθμό Γιάνμπου στην Ερυθρά Θάλασσα.

Τέτοιου είδους αποφάσεις ήταν με τη σειρά τους ιδιαίτερα κρίσιμες ως προς τη διαμόρφωση της απόφασης της σαουδαραβικής ηγεσίας, αν θα παραχωρούσε ή όχι τη χρήση των εδαφών της στις ΗΠΑ ως εφαλτήριο στρατιωτικής δράσης για την εκδίωξη των ιρακινών στρατιωτικών δυνάμεων, μία απόφαση που δεν θα μπορούσε να απαιτηθεί με την επίκληση των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας. Εν τέλει ο Οζάλ κατόρθωσε να επιβάλει τις απόψεις του μόνο στο ξεκίνημα της κρίσης, διότι στη συνέχεια υποχρεώθηκε να λάβει υπ’ όψιν τις εσωτερικές παρεμβάσεις και κυρίως την κοινή γνώμη, η οποία ήταν αντίθετη με το ενδεχόμενο ανάπτυξης τουρκικών δυνάμεων στον Κόλπο.

Γι’ αυτόν τον λόγο η Τουρκία δεν ενίσχυσε τον διεθνή συνασπισμό έστω και με συμβολική δύναμη στρατιωτών και περιορίστηκε μόνο στο να επιτρέψει στις ΗΠΑ τη χρήση των κοινών αεροπορικών βάσεων στα νοτιοανατολικά της χώρας, προκειμένου να πλήξουν από αέρος ιρακινούς στρατιωτικούς στόχους.

Οι συνέπειες

Σε γενικές γραμμές η Κρίση του Κόλπου υπήρξε μία χαμένη ευκαιρία της Τουρκίας να προσδεθεί σε μία νέα, βασισμένη σε συγκεκριμένους κανόνες, αλληλεγγύη μεταξύ συμμάχων, οι οποίοι είχαν συνεργαστεί κατά τη διάρκεια της ψυχροπολεμικής περιόδου. Ωστόσο, κατ’ άλλους, η εμπλοκή της Τουρκίας στον Πόλεμο του Κόλπου υπήρξε γι’ αυτήν ευεργετική, τόσο στο οικονομικό και πολιτικό – διπλωματικό όσο και στο ευρύτερο γεωπολιτικό επίπεδο, ενώ κατ’ αρχάς έδειξε να επιτυγχάνει και τον άλλο στόχο που είχε θέσει η πολιτική της ηγεσία για «στρατηγική αναβάθμιση και απόκτηση νέου ρόλου στη Μέση Ανατολή».

Επιπρόσθετα, τα κέρδη της αποτυπώθηκαν τόσο σε οικονομική βοήθεια, ύψους 5 δισ. δολαρίων, που έλαβε από τις Γερμανία, Ιαπωνία και ΗΠΑ εν είδει αποζημίωσης για τις απώλειες που είχε λόγω της εμπλοκής της στην κρίση, όσο και σε στρατιωτική, αφού ενίσχυσε το οπλοστάσιό της με σύγχρονα οπλικά συστήματα αξίας 8 δισ. δολαρίων. Εξίσου σημαντικά ήταν τα οφέλη της και στο διπλωματικό επίπεδο, αφού, έπειτα από παρέμβαση των ΗΠΑ, υπήρξε αναθέρμανση των σχέσεων της Άγκυρας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, με αποτέλεσμα οι δύο πλευρές να οδηγηθούν το 1995 σε συμφωνία για πλήρη τελωνειακή σύνδεση.

Η πολιτική που ακολούθησε η Τουρκία στον Πόλεμο του Κόλπου μπορεί να επέδρασε καταλυτικά στην αναβάθμιση των σχέσεών της με τη Δύση και να συνέβαλε στη μεγιστοποίηση της αξιοπιστίας και του κύρους της ως χώρας – υποστηρικτή των δυτικών και αμερικανικών συμφερόντων, εντούτοις έθεσε σοβαρά προσκόμματα στην προσπάθειά της να επιτύχει έναν από τους κυριότερους στρατηγικούς της στόχους, δηλαδή να αποκτήσει ηγεμονικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής.

Τουρκία και Πόλεμος στο Ιράκ

Μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου η Τουρκία είχε μία μοναδική «δεύτερη ευκαιρία» να παρουσιαστεί ως ο στρατηγικός παράγοντας σταθερότητας που θα αναζητούσε η Δύση για την αντιμετώπιση των ασύμμετρων απειλών της ισλαμιστικής τρομοκρατίας.

Η Τουρκική Δημοκρατία μπορούσε να αποτελέσει ένα μοντέλο μίμησης για τον σταδιακό εκδημοκρατισμό των αραβοϊσλαμικών κοινωνιών που αποτελούσαν τις βάσεις εκκίνησης διαφόρων τρομοκρατικών οργανώσεων.

Οι ΗΠΑ, διά στόματος του υφυπουργού Άμυνας Πολ Γούλφοβιτς, εξέφρασαν στο Διεθνές Συνέδριο Ασφαλείας του Μονάχου τον Φεβρουάριο του 2002 την υποστήριξή τους προς την Τουρκία χαρακτηρίζοντάς την «παράδειγμα ισλαμικής δημοκρατίας» και «υπόδειγμα για τις προσδοκίες του μουσουλμανικού κόσμου όσον αφορά τη δημοκρατική διαδικασία και την ευημερία».

Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκε και η τότε επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας Μαντλίν Ολμπράιτ, υπογραμμίζοντας τη γεωπολιτική θέση και τον γεωστρατηγικό ρόλο της Τουρκίας.

Παρά την υποστήριξη της κυβέρνησης του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και την αρχικά επαμφοτερίζουσα στάση του Γενικού Επιτελείου Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων (Τουρκικά: Türk Silahlı Kuvvetleri Genelkurmay Başkanlığı) αναφορικά με την ανάπτυξη αμερικανικών στρατευμάτων, τελικά το τουρκικό Κοινοβούλιο απαγόρευσε την 1η Μαρτίου του 2003 τη διπλωματική συμπαράταξη της Άγκυρας με τις ΗΠΑ.

Μάλιστα, τέσσερις μέρες αργότερα, το τουρκικό Κοινοβούλιο ενέμεινε στην ίδια αρνητική στάση αγνοώντας τη σαφή προτροπή του στρατού για μία δεύτερη ψηφοφορία που θα ικανοποιούσε το αίτημα των ΗΠΑ για άνοιγμα ενός βορείου μετώπου.

Οι συνέπειες

Η άρνηση της Τουρκίας να στηρίξει την αμερικανική στρατιωτική επέμβαση στο Ιράκ είχε τεράστιο κόστος για την ίδια τόσο στον οικονομικό όσο και στον γεωπολιτικό τομέα.

Συγκεκριμένα, εκτός του ότι έχασε τη δυνατότητα να στηρίξει την καθημαγμένη οικονομία της μέσω του πακέτου των 6 δισ. δολαρίων που της προσέφερε η Ουάσιγκτον, απώλεσε και το ειδικό στρατιωτικό βάρος που κατείχε ως θεματοφύλακας των γεωπολιτικών τετελεσμένων του Πολέμου του Κόλπου.

* Ο Μιχαήλ Εμμανουήλ Δημάκας είναι υποψήφιος διδάκτορας, MSc: «Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγικές Σπουδές», MA: «Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία»

Διαβάστε επίσης:

Ελληνοτουρκικά: Δεκαήμερο έντονων διπλωματικών διεργασιών σε ΕΕ και ΝΑΤΟ

Τουρκία: Η απειλή του πολιτικο-οικονομικού αδιεξόδου

Ελληνοτουρκικά: «Ακίνητη» στη μέγγενη κατευνασμού η πολιτική της χώρας έναντι της Άγκυρας

google_news_icon

Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.

ΠΕΜΠΤΗ 25.04.2024 13:32