Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.
Η Ελλάδα εισέρχεται στο 2026 ως μια κοινωνία βαθιά κουρασμένη, όχι από ένα αιφνίδιο οικονομικό σοκ, αλλά από τη σωρευτική πίεση μιας παρατεταμένης ακρίβειας που έχει εγκατασταθεί στην καθημερινότητα.
Παρά τους κυβερνητικούς δείκτες περί ανάπτυξης, πλεονασμάτων και δημοσιονομικής σταθερότητας, η πραγματικότητα που βιώνει ο πολίτης στο σούπερ μάρκετ, στο πρατήριο καυσίμων, στον λογαριασμό ρεύματος και στο ενοίκιο είναι ασφυκτική.
Η ακρίβεια δεν λειτουργεί πλέον ως συγκυριακό φαινόμενο, αλλά ως δομικό χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονομίας, με σοβαρές κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες.
Η κρίση δεν αποτυπώνεται μόνο στην αύξηση των τιμών. Αποτυπώνεται κυρίως στη διάρρηξη της σχέσης ανάμεσα στο εισόδημα και στο κόστος ζωής. Η μεσαία τάξη, που επί δεκαετίες αποτέλεσε τον πυλώνα κοινωνικής σταθερότητας, συμπιέζεται από πάνω και από κάτω, ενώ τα χαμηλά εισοδήματα διολισθαίνουν σε συνθήκες μόνιμης ανασφάλειας. Η καθημερινότητα μετατρέπεται σε άσκηση επιβίωσης και όχι σε πεδίο προγραμματισμού ζωής.
Στον πυρήνα της ελληνικής ιδιαιτερότητας βρίσκεται η επιλογή διατήρησης υψηλών συντελεστών ΦΠΑ στα βασικά αγαθά. Την ώρα που άλλες ευρωπαϊκές χώρες – όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία – μείωσαν ή μηδένισαν τον ΦΠΑ σε τρόφιμα και ενέργεια, η Ελλάδα επέλεξε να διατηρήσει ένα φορολογικό μοντέλο που μετατρέπει την ακρίβεια σε πηγή δημοσιονομικού οφέλους.
Η λογική είναι απλή αλλά κοινωνικά εκρηκτική: όσο αυξάνεται η τιμή ενός προϊόντος, αυξάνεται αυτόματα και το ποσό που εισπράττει το κράτος μέσω ΦΠΑ. Έτσι, ο πληθωρισμός λειτουργεί ως ένας «αυτόματος σταθεροποιητής» των δημόσιων εσόδων, την ώρα που αποσταθεροποιεί πλήρως τα νοικοκυριά.
Τα πλεονάσματα που δημιουργούνται επιστρέφουν αποσπασματικά στην κοινωνία με τη μορφή επιδομάτων, χωρίς να αγγίζουν τη ρίζα του προβλήματος.
Η κριτική που διατυπώνεται ολοένα και πιο έντονα είναι σαφής: το κράτος δεν λειτουργεί ως ανάχωμα απέναντι στην ακρίβεια, αλλά ως έμμεσος ωφελούμενος. Η επιλογή αυτή ενισχύει τη δυσπιστία των πολιτών και καλλιεργεί την αίσθηση ότι η κρίση δεν αντιμετωπίζεται, αλλά διαχειρίζεται λογιστικά.
Στην άλλη πλευρά της εξίσωσης βρίσκονται οι μεγάλες αλυσίδες λιανεμπορίου. Η ελληνική αγορά χαρακτηρίζεται από έντονα ολιγοπωλιακά χαρακτηριστικά, γεγονός που επιτρέπει τη διατήρηση υψηλών τιμών ακόμη και όταν το κόστος παραγωγής ή εισαγωγής αποκλιμακώνεται. Το φαινόμενο της λεγόμενης «greedflation» έχει παγιωθεί, με τις αυξήσεις να ξεπερνούν συχνά κάθε λογική αναγκαιότητα.
Παράλληλα, η πρακτική του «shrinkflation» έχει γίνει σχεδόν κανόνας: λιγότερη ποσότητα, ίδια ή υψηλότερη τιμή. Οι καταναλωτές καλούνται να πληρώσουν περισσότερα για λιγότερα, συχνά χωρίς να το αντιλαμβάνονται άμεσα.
Οι έλεγχοι παραμένουν αποσπασματικοί, ενώ τα πρόστιμα που επιβάλλονται σπάνια λειτουργούν αποτρεπτικά σε σχέση με τα υπερκέρδη.
Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι πανομοιότυπα προϊόντα πολυεθνικών πωλούνται συχνά ακριβότερα στην Ελλάδα απ’ ό,τι σε χώρες με σαφώς υψηλότερους μισθούς. Αυτό το χάσμα ενισχύει την αίσθηση συστηματικής αισχροκέρδειας και αποδυναμώνει περαιτέρω την εμπιστοσύνη των πολιτών στην αγορά.
Η ακρίβεια δεν γεννιέται στο ράφι. Ξεκινά από την παραγωγή. Ο πρωτογενής τομέας στην Ελλάδα βρίσκεται σε διαρκή πίεση, καθώς το κόστος παραγωγής – ενέργεια, λιπάσματα, ζωοτροφές – έχει εκτοξευθεί. Για πολλούς παραγωγούς, η καλλιέργεια της γης ή η κτηνοτροφία παύει να είναι οικονομικά βιώσιμη.
Η μείωση της εγχώριας παραγωγής οδηγεί σε αυξημένη εξάρτηση από εισαγωγές, οι οποίες είναι ακριβότερες και συχνά χαμηλότερης ποιότητας.
Η ψαλίδα ανάμεσα στην τιμή παραγωγού και στην τελική τιμή καταναλωτή διευρύνεται, με τους μεσάζοντες να απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος της υπεραξίας.
Η εγκατάλειψη της υπαίθρου από τους νεότερους δεν αποτελεί απλώς δημογραφικό φαινόμενο, αλλά ένδειξη ενός παραγωγικού μοντέλου που δεν ανταμείβει τον μόχθο.
Τα στοιχεία της Eurostat αποτυπώνουν με ακρίβεια το αδιέξοδο. Η Ελλάδα παραμένει στις τελευταίες θέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης στους μισθούς και στην αγοραστική δύναμη.
Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και μικρές αυξήσεις τιμών έχουν δυσανάλογο κοινωνικό αντίκτυπο. Το εισόδημα των περισσότερων νοικοκυριών εξαντλείται πλέον μέσα στις πρώτες εβδομάδες του μήνα, καθώς ενοίκιο, ενέργεια και τρόφιμα απορροφούν σχεδόν τα πάντα.
Η παρατεταμένη ακρίβεια έχει πάψει να είναι απλώς οικονομικός δείκτης και έχει μετατραπεί σε παράγοντα κοινωνικής αποσταθεροποίησης.
Όταν η καθημερινή εμπειρία των πολιτών είναι ότι «δουλεύουν για να πληρώνουν», τότε η έννοια της κοινωνικής κινητικότητας ακυρώνεται. Η Ελλάδα του 2026 δεν μοιάζει με κοινωνία που προσπαθεί να αναπτυχθεί, αλλά με κοινωνία που προσπαθεί να αντέξει.
Η φθορά δεν είναι μόνο υλική· είναι και ψυχολογική. Η αίσθηση ότι το εισόδημα δεν επαρκεί, ακόμη και για στοιχειώδεις ανάγκες, δημιουργεί ένα μόνιμο άγχος επιβίωσης.
Οι πολίτες δεν σχεδιάζουν, δεν αποταμιεύουν, δεν επενδύουν στον εαυτό τους. Περιορίζονται. Και αυτός ο περιορισμός δεν αφορά μόνο την κατανάλωση, αλλά και την ίδια την κοινωνική ζωή: λιγότερες μετακινήσεις, λιγότερη ψυχαγωγία, λιγότερη συμμετοχή.
Η ακρίβεια λειτουργεί σωρευτικά και άνισα. Δεν πλήττει όλους το ίδιο. Εκείνοι που διαθέτουν περιουσία, αποταμιεύσεις ή πρόσβαση σε κεφάλαια απορροφούν ευκολότερα τους κραδασμούς. Αντίθετα, οι μισθωτοί, οι νέοι εργαζόμενοι, οι συνταξιούχοι και οι μικροεπαγγελματίες βρίσκονται διαρκώς ένα βήμα πριν από την οικονομική εξάντληση. Έτσι διαμορφώνεται σταδιακά μια Ελλάδα δύο ταχυτήτων, όχι θεωρητικά, αλλά στην πράξη.
Η κρίση αποτυπώνεται με τον πιο ωμό τρόπο στο τραπέζι των νοικοκυριών. Βασικά προϊόντα της ελληνικής διατροφής έχουν μετατραπεί σε είδη πολυτελείας.
Το ελαιόλαδο, εθνικό προϊόν και πυλώνας της μεσογειακής διατροφής, έχει φτάσει σε τιμές που αναγκάζουν πολλά νοικοκυριά να το αντικαθιστούν με φθηνότερα σπορέλαια. Τα γαλακτοκομικά, το κρέας και τα οπωροκηπευτικά απαιτούν πλέον «στρατηγική αγοράς».
Η φτωχοποίηση δεν εκδηλώνεται μόνο με την απόλυτη ένδεια, αλλά με τη σταδιακή υποβάθμιση της ποιότητας ζωής. Οι καταναλωτές στρέφονται σε φθηνότερα προϊόντα χαμηλότερης ποιότητας, περιορίζουν τις ποσότητες και αναβάλλουν αγορές. Το αποτέλεσμα είναι μια σιωπηλή αλλαγή διατροφικών συνηθειών, με άμεσες επιπτώσεις στη δημόσια υγεία και στη συνολική ευημερία. Τα στοιχεία της Eurostat επιβεβαιώνουν αυτήν την εικόνα.
Η Ελλάδα καταγράφει από τις χαμηλότερες επιδόσεις στην αγοραστική δύναμη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Με απλά λόγια, το ίδιο ποσό χρημάτων αγοράζει λιγότερα αγαθά σε σύγκριση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Και αυτό συμβαίνει σε μια χώρα όπου οι μισθοί παραμένουν καθηλωμένοι.
Αν η ακρίβεια στα τρόφιμα πιέζει την καθημερινότητα, η ακρίβεια στη στέγη απειλεί την κοινωνική σταθερότητα. Τα ενοίκια έχουν αυξηθεί σημαντικά την τελευταία πενταετία, ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα και στις τουριστικές περιοχές. Για χιλιάδες νοικοκυριά, το κόστος στέγασης απορροφά πλέον δυσανάλογο ποσοστό του εισοδήματος.
Η στεγαστική πίεση δεν λειτουργεί σε κενό. Συνδυάζεται με χαμηλούς μισθούς και υψηλό κόστος ζωής, δημιουργώντας έναν εκρηκτικό κοινωνικό συνδυασμό.
Η αδυναμία καταβολής ενοικίου δεν αποτελεί πλέον εξαίρεση, αλλά αυξανόμενο φαινόμενο, ιδιαίτερα μεταξύ νέων εργαζομένων και οικογενειών με παιδιά.
Σε αυτό το περιβάλλον, κάθε θεσμική αλλαγή που επιταχύνει τις διαδικασίες έξωσης αποκτά τεράστια κοινωνική βαρύτητα. Και ακριβώς εδώ εντάσσεται το νέο πλαίσιο που ενεργοποιείται από το 2026.
Η εφαρμογή ταχύτερων διαδικασιών έξωσης αλλάζει ριζικά το τοπίο στην αγορά κατοικίας. Μέσω της πλήρους ψηφιοποίησης και της διασύνδεσης των συστημάτων της ΑΑΔΕ με το υπουργείο Δικαιοσύνης, η μη καταβολή ενοικίου μπορεί πλέον να διαπιστώνεται σχεδόν αυτόματα.
Οι διαταγές απόδοσης μισθίου εκδίδονται σε ελάχιστο χρόνο, με στόχο η έξωση να ολοκληρώνεται εντός 30 έως 60 ημερών.
Για τους ιδιοκτήτες, το νέο πλαίσιο παρουσιάζεται ως αποκατάσταση μιας χρόνιας αδικίας. Για τους ενοικιαστές, όμως, ιδίως για εκείνους που πλήττονται από την ακρίβεια, λειτουργεί ως απειλή κοινωνικού αποκλεισμού.
Η ταχύτητα της διαδικασίας αφήνει ελάχιστο περιθώριο κοινωνικής προστασίας ή αξιολόγησης πραγματικών συνθηκών αδυναμίας πληρωμής.
Ακόμη πιο προβληματική είναι η δημιουργία μιας βάσης δεδομένων αξιολόγησης ενοικιαστών, ενός άτυπου «Τειρεσία». Η καταγραφή δικαστικών αποφάσεων και οφειλών δημιουργεί έναν μηχανισμό μόνιμου στιγματισμού, που μπορεί να αποκλείσει χιλιάδες πολίτες από κάθε μελλοντική μίσθωση. Νομικοί και ειδικοί στα προσωπικά δεδομένα εκφράζουν σοβαρές επιφυλάξεις για τη συμβατότητα ενός τέτοιου συστήματος με το ευρωπαϊκό πλαίσιο προστασίας δεδομένων.
Όλα τα παραπάνω συνθέτουν μια εικόνα κοινωνίας σε οριακό σημείο. Η ακρίβεια, η στεγαστική ανασφάλεια και η αίσθηση αδικίας λειτουργούν ως πολλαπλασιαστές έντασης.
Χωρίς ουσιαστικές παρεμβάσεις – μείωση του ΦΠΑ στα βασικά αγαθά, πραγματικούς ελέγχους στην αγορά, στήριξη του πρωτογενούς τομέα και μισθολογικές αυξήσεις που να ξεπερνούν τον πληθωρισμό – η κοινωνική συνοχή θα συνεχίσει να δοκιμάζεται.
Η Ελλάδα μπαίνει στο 2026 όχι μόνο ακριβή, αλλά και βαθιά κατακερματισμένη. Το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι αν η οικονομία «αναπτύσσεται» στα χαρτιά, αλλά αν η κοινωνία μπορεί να αντέξει την πραγματικότητα της καθημερινότητας.
Διαβάστε επίσης:
Χειμερινές εκπτώσεις: Πότε ξεκινούν και πόσο θα διαρκέσουν
Ποιοι και πότε θα λάβουν το εφάπαξ επίδομα των 10.000 ευρώ για μετεγκατάσταση σε ακριτικές περιοχές
Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.
Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.